- πλασματικῆς
- πλασματικόςimitativefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενοτόπιο — Οι κοιλότητες που βρίσκονται μέσα στο κυτταρόπλασμα. Απαντούν τόσο στα ζωικά όσο και στα φυτικά κύτταρα και είναι γεμάτα από αέρια ή υγρά που περιβάλλονται από λεπτή ελαστική μεμβράνη· η τελευταία πιστεύεται ότι φέρει ένζυμα που σχετίζονται με… … Dictionary of Greek
κυτταρόστομα — και κυτόστομα, το ζωολ. μόνιμος ή παροδικός πόρος τής πλασματικής μεμβράνης τών πρωτοζώων ο οποίος έχει λειτουργία στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταρόστομα είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytostome < cyt(o) (βλ. κυτταρο … Dictionary of Greek
μεσόσωμα — Μεμβρανώδης δομή που εντοπίζεται στο εσωτερικό της πλασματικής μεμβράνης των βακτηρίων. Το μ. μπορεί να έχει πολύπλοκή δομή και να περιέχει επιπλέον μεμβρανώδη ελάσματα στο εσωτερικό του. Σχετίζεται με τη σύνθεση του DNA και την έκκριση των… … Dictionary of Greek
σπεκτρίνη — η, Ν (βιοχ.) ινοπρωτεΐνη η οποία βρίσκεται στην κυτταροπλασματική πλευρά τής πλασματικής μεμβράνης τών ερυθροκυττάρων και αποτελεί συστατικό τού κυτταροσκελετού … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek